ξεκαθίζω

ξεκαθίζω
(για πλοία) επαναφέρω στην πλευστότητα πλοίο που προσάραξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ-καθίζω* (βλ. λ. ξ[ε]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεκαθίζω — ξεκάθισα, για πλοίο συνήθ., αποκολλώ πλοίο που προσάραξε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκκαθίζω — και ξεκαθίζω (για πλοίο) κάνω τις απαραίτητες ενέργειες για να ξεκολλήσω το πλοίο που κάθισε σε ύφαλο, βράχο ή άμμο …   Dictionary of Greek

  • ξεκάθισμα — το [ξεκαθίζω] ναυτ. επάνοδος στην πλευστότητα πλοίου που προσάραξε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”